συλλανθάνω

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλανθάνω Medium diacritics: συλλανθάνω Low diacritics: συλλανθάνω Capitals: ΣΥΛΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: syllanthánō Transliteration B: syllanthanō Transliteration C: syllanthano Beta Code: sullanqa/nw

English (LSJ)

escape at the same time, τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον Gp.11.22.1, cf. Afric.Cest.p.23 V.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λανθάνω), mit oder zusammen verborgen sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συλλανθάνω: διαλανθάνω, διαφεύγω συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ Ζεὺς δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.