συνοικητήρ

From LSJ
Revision as of 19:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικητήρ Medium diacritics: συνοικητήρ Low diacritics: συνοικητήρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΗΡ
Transliteration A: synoikētḗr Transliteration B: synoikētēr Transliteration C: synoikitir Beta Code: sunoikhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, house-fellow, λιμός, ἐχθρὸς σ. Semon.7.102.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικητήρ: ῆρος, ὁ, σύνοικος, συγκάτοικος, Λατιν. contubernalis, λιμός, ἐχθρὸς σ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 102· ― οὕτω συνοικήτωρ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 833.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τηρ (πρβλ. κινη-τήρ)].