συντρώγω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
eat together, Tz.H.10.637.
Greek (Liddell-Scott)
συντρώγω: τρώγω ὁμοῦ, ἄρτον τυχόντα… συντρώγοντα Τζέτζ. Ἱστ. 10. 638.
Greek Monolingual
ΝΜ
τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα
μσν.
τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους.