φάκιον
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
[ᾰ], τό, decoction of lentils, used as an emetic, Hp.Morb.2.43.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, Abkochung von Linsen; Hippocr.; vgl. Ath. IV, 158.
Greek (Liddell-Scott)
φάκιον: τό, ἀφέψημα φακῶν, ἐν χρήσει ὡς ἐμετικόν, Ἱππ. 474. 19 κἑξ.
Greek Monolingual
τὸ, Α φακός
αφέψημα φακών, που το χρησιμοποιούσαν ως εμετικό.