χαμαιστρωσία
From LSJ
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
English (LSJ)
ἡ, a bed on the ground, Sch.S.Ph.33.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιστρωσία: ἡ, κοίτη ἣν ἡ γῆ ὑποστρώννυσι, δηλ. κοίτη ἐκ φύλλων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρῶμα κατὰ γῆς, «χαμαιστρωσία ἐκ φύλλων» Σχόλ. εἰς Σοφ Φιλ. 33 πρὸς ἑρμην. τοῦ στειπτῆ φυλλάς, Κ Μανασσ. Χρον. 6492· ὡσαύτως χαμαιστρωτία, Χριστ. Πάσχων 1852.
Greek Monolingual
και χαμαιστρωτία, ἡ, Μ χαμαίστρωτος
στρώμα που βρίσκεται καταγής.