χείμετλον
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
v. χίμετλον.
German (Pape)
[Seite 1343] τό (χεῖμα), Frostbeule, Frostschaden, bes. an den Füßen, Sp. S. auch χίμετλον.