χαμαικοίτης

From LSJ
Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικοίτης Medium diacritics: χαμαικοίτης Low diacritics: χαμαικοίτης Capitals: ΧΑΜΑΙΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: chamaikoítēs Transliteration B: chamaikoitēs Transliteration C: chamaikoitis Beta Code: xamaikoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = χαμαιεύνης, Σελλοί S.Tr.1166.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικοίτης: -ου, ὁ = χαμαιεύνης, τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν ... Σελλῶν Σοφ. Τρ. 1166. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 307.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui couche ou dort à terre.
Étymologie: χαμαί, κοίτη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χαμαιεύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι-κοίτης, πεδο-κοίτης].

Greek Monotonic

χᾰμαικοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), = χαμαιεύνης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαικοίτης: Soph. = χαμαιεύνης.

Middle Liddell

χᾰμαι-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη = χαμαιεύνης, Soph.]

English (Woodhouse)

sleeping on the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)