χώλευμα
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ατος, τό, a lameness, Hp.Art.60 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1386] τό, eine Lähmung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
χώλευμα: τό, χωλότης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826.