χειρωνάκτης
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ου, ὁ, = χειρῶναξ, Zonar.: -ακτέων (gen. pl.) is f.l. in Hp. Acut.44.
German (Pape)
[Seite 1348] ὁ, seltenere Form für χειρῶναξ, Hippocr. Davon
Greek (Liddell-Scott)
χειρωνάκτης: -ου, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ χειρῶναξ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -κτέω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο χειρώνακτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χειρῶναξ, -ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση].