ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Full diacritics: ψηροπῡρίτας | Medium diacritics: ψηροπυρίτας | Low diacritics: ψηροπυρίτας | Capitals: ΨΗΡΟΠΥΡΙΤΑΣ |
Transliteration A: psēropyrítas | Transliteration B: psēropyritas | Transliteration C: psiropyritas | Beta Code: yhropuri/tas |
[ῑ] ἄρτος, = αὐτόπυρος, Hsch.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος
οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»].