γενεσιακός
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ή, όν, = γενεθλ-, ἡμέρα Vett.Val.19.27.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
del nacimiento ἡμέρα Vett.Val.19.1, ὥρα Vett.Val.21.23, μοῖρα Vett.Val.28.15
•subst. τὸ γ. cumpleaños, BGU 1843.12 (I a.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γενεσιακός, -ή, -όν) γένεσις
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία του κόσμου («γενεσιακές θεωρίες»)
2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση της ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας»)
αρχ.
ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο γενεθλιακός.