γυμνοπαιδική
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
(sc. ὄρχησις), ἡ, dance of naked boys, Ath.14.630d: pl., Phld Mus.p.15K.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, sc. ὄρχησις, eine Arternster Tanz, von nackten Tänzern, Ath. XIV, 630 d ἐν ᾗ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
danza de jóvenes desnudos en la que se imitaban rítmicamente los movimientos de la lucha ἔοικεν δὲ ἡ γ. τῇ καλουμένῃ ἀναπάλῃ Ath.631b, cf. 630d, προσῆχθα[ι] δὲ τὴν μουσικὴν καὶ πρ[ὸς τ] ὰς χορικὰς [ὀρχ] ήσεις τῶν τε γυμνοπαι[δικ] ῶν Phld.Mus.1.30.7.
Greek Monolingual
γυμνοπαιδική, η (Α)
χορός γυμνών αγοριών.