δαφνωτός

From LSJ
Revision as of 22:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνωτός Medium diacritics: δαφνωτός Low diacritics: δαφνωτός Capitals: ΔΑΦΝΩΤΟΣ
Transliteration A: daphnōtós Transliteration B: daphnōtos Transliteration C: dafnotos Beta Code: dafnwto/s

English (LSJ)

ή, όν, laurelized, κινάραι, prob. in Gp.12.39.6 (δαφνάτους codd.).

German (Pape)

[Seite 525] lorbeerartig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνωτός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς δάφνην, Γεωπ. 12. 39, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δαφνωτός, -ή, -όν)
όμοιος με δάφνη
μσν.- νεοελλ.
στολισμένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα φύλλων ή κλάδων δάφνης
νεοελλ.
(για τόπο) γεμάτος δάφνες.