δαφνωτός

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνωτός Medium diacritics: δαφνωτός Low diacritics: δαφνωτός Capitals: ΔΑΦΝΩΤΟΣ
Transliteration A: daphnōtós Transliteration B: daphnōtos Transliteration C: dafnotos Beta Code: dafnwto/s

English (LSJ)

δαφνωτή, δαφνωτόν, laurelized, κινάραι, prob. in Gp.12.39.6 (δαφνάτους codd.).

German (Pape)

[Seite 525] lorbeerartig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνωτός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς δάφνην, Γεωπ. 12. 39, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δαφνωτός, -ή, -όν)
όμοιος με δάφνη
μσν.- νεοελλ.
στολισμένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα φύλλων ή κλάδων δάφνης
νεοελλ.
(για τόπο) γεμάτος δάφνες.