δαφνωτός

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνωτός Medium diacritics: δαφνωτός Low diacritics: δαφνωτός Capitals: ΔΑΦΝΩΤΟΣ
Transliteration A: daphnōtós Transliteration B: daphnōtos Transliteration C: dafnotos Beta Code: dafnwto/s

English (LSJ)

δαφνωτή, δαφνωτόν, laurelized, κινάραι, prob. in Gp.12.39.6 (δαφνάτους codd.).

German (Pape)

[Seite 525] lorbeerartig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνωτός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς δάφνην, Γεωπ. 12. 39, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δαφνωτός, -ή, -όν)
όμοιος με δάφνη
μσν.- νεοελλ.
στολισμένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα φύλλων ή κλάδων δάφνης
νεοελλ.
(για τόπο) γεμάτος δάφνες.