ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
Full diacritics: διάπνευμα | Medium diacritics: διάπνευμα | Low diacritics: διάπνευμα | Capitals: ΔΙΑΠΝΕΥΜΑ |
Transliteration A: diápneuma | Transliteration B: diapneuma | Transliteration C: diapnevma | Beta Code: dia/pneuma |
ατος, τό, breeze, dub.l. in Hp.Aër.19(pl.).
διάπνευμα: τό, λίαν ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 291, αὔρα, ἄνεμος.