διατορία
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ἡ, shrill, high-pitched music, prob. in Thphr.HP4.11.4.
German (Pape)
[Seite 607] ἡ, durchdringende, helle Stimme, Theophr., l. d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ sonido estridente Thphr.HP 4.11.4.
Greek Monolingual
διατορία, η (Α) διάτορος
οξύτητα, διαπεραστικός ήχος.