διαχρίω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
[ῑ], smear all over, Hp.Fist.3,9, Gp.6.9.1; τινί with a thing, Arist.HA623b30.
German (Pape)
[Seite 614] (s. χρίω), bestreichen, besalben; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 40.
Greek (Liddell-Scott)
διαχρίω: [ῑ], ἀλείφω ἐντελῶς, Ἱππ. 889F· τινί, διά τινος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 6.
Spanish (DGE)
untar, embadurnar, ungir τούτῳ ... τὸ ἔδαφος διαχρίουσι (αἱ μέλιτται) Arist.HA 623b30, οἱ (θαυματοποιοί) ... πληγαῖς ἀστίκτοις τὰ σώματα διαχρίουσι los ilusionistas manchan los cuerpos con heridas que no dejan marca Const.Diac.Laud.M.88.508C, en v. pas. ἀσφάλτῳ διακεχρισμένη ὕλη I.BI 5.469, cf. Gr.Nyss.V.Mos.7.11, ἡ ... κόπρος αὐτοῦ διαχριομένη ἀλφοὺς ἰᾶται Cyran.3.29.6
•frec. medic. (βάλανον) ... γῇ διαχρίσας σμηκτρίδι Hp.Fist.3, c. ac. de pers. συναγχικούς Gal.12.122, frec. c. ac. de partes del cuerpo τὸ στόμα Hp.Steril.235, cf. Haem.9, Apollon. en Gal.12.979, Heraclid.207, Crit.Hist. en Gal.12.660, Archig. en Gal.12.862, Sor.46.7, Hippiatr.61.1, en v. pas. Gal.12.250, cf. Dsc.2.78.3
•tb. frec. c. ac. de la materia empleada μίλτον μίξας ὁμοῦ μέλιτι διαχριέτω Hp.Fist.9, cf. Androm. en Gal.12.991, Asclep. en Gal.12.995, χαλκάνθην Apollon. en Gal.12.1000, en v. pas. χηνὸς στέαρ ... διαχρίεσθαι Hp.Mul.1.90, cf. Apollon. en Gal.12.687, abs. Chrys.M.58.779
•empegar, embadurnar con pez τοὺς πίθους Gp.6.9.1.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
αλείφω σ' όλη την έκταση με αλοιφή, πασσαλείβω.
Russian (Dvoretsky)
διαχρίω: обмазывать (τί τινι Arph.).