διαϊστόω
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
make an end of, Πέργαμον Pi.Pae.6.96 (dub.); αὑτήν S.Tr.881.
German (Pape)
[Seite 580] gänzlich vernichten, tödten, Soph. Tr. 878.
Greek (Liddell-Scott)
διαϊστόω: καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, ἀφανίζω, θανατώνω, αὐτὴν διηίστωσε Σοφ. Τρ. 881.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διηΐστωσε;
anéantir, faire périr.
Étymologie: διά, ἀϊστόω.
Spanish (DGE)
hacer desaparecer por completo, hacer perecer αὑτὴν διηίστωσεν S.Tr.881.
Greek Monotonic
διαϊστόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ διηΐστωσα· καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, θανατώνω, τινά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαϊστόω: уничтожать: αὐτὴν διηΐστωσε Soph. (Деианира) покончила с собой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αϊστόω vernietigen.