δυσαπόδεικτος

From LSJ
Revision as of 23:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπόδεικτος Medium diacritics: δυσαπόδεικτος Low diacritics: δυσαπόδεικτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysapódeiktos Transliteration B: dysapodeiktos Transliteration C: dysapodeiktos Beta Code: dusapo/deiktos

English (LSJ)

ον, hard to demonstrate, Pl.R.488a.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de demostrar λόγος Pl.R.487e, cf. Procl.in Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.

Greek Monotonic

δυσαπόδεικτος: -ον (ἀποδείκνυμι), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπόδεικτος: трудно доказуемый Plat.

Middle Liddell

δυσ-απόδεικτος, ον adj ἀποδείκνυμι
hard to demonstrate, Plat.