ζύγαινα
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
[ῠ], ης, ἡ, the hammer-headed shark, Epich.59, Arist.HA 506b10, Philotim. ap. Gal.6.727, Ael.NA9.49, Opp.H.1.367.
German (Pape)
[Seite 1140] ἡ, eine Haifischart, Hammerfisch, Arist. H. A. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγαινα: -ης, -ἡ, ἰχθύς, ἡ «σφυρίδα», Ἐπιχ. 30 Ahr., Ἀριστ. Ι. Ζ. 2. 15, 12.
Greek Monolingual
η (Α ζύγαινα)
ζωολ. παλαιότερη ονομασία του γένους σφύρνα, πλαγιόστομων σελάχιων ιχθύων της οικογένειας καρχαριίδες
νεοελλ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ζυγαινίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. -αινα (συχνή με ονομασίες ιχθύων), πρβλ. δράκ-αινα, φά(λ)λ-αινα].
Russian (Dvoretsky)
ζύγαινα: ης (ῠ) ἡ зигена (предполож. рыба-молот - Zygaena malleus) Arst.