καταγωγεύς
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
έως, ὁ, cattle-drover, BGU92(ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς].