κομπηγόρος
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ον, speaking boastfully, Hsch. s.v. ἀερολέσχης.
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, Großsprecher, Hesych. v. ἀερολέσχης.
Greek (Liddell-Scott)
κομπηγόρος: -ον, ὁμιλῶν κομπαστικῶς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κομπηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημηγόρος, δικηγόρος].