κολυμβητικός

From LSJ
Revision as of 02:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβητικός Medium diacritics: κολυμβητικός Low diacritics: κολυμβητικός Capitals: ΚΟΛΥΜΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kolymbētikós Transliteration B: kolymbētikos Transliteration C: kolymvitikos Beta Code: kolumbhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for diving: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of diving, Pl.Sph.220a.

German (Pape)

[Seite 1476] zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, sc. τέχνη, die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κολύμβημα· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ κολυμβᾶν, Πλάτ. Σοφ. 220Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολυμβητικός, -ή, -όν) κολυμβητής
1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική
η τέχνη της κολύμβησης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά
ζωολ. υπόταξη δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική ( sc. τέχνη ) duikkunst Plat. Sph. 220a.