κουρότερος
English (LSJ)
α, ον, Comp. form of κοῦρος (A) (cf. βασιλεύς, βασιλεύτερος), young, opp. elder, Il.4.316, Od.21.310, Hes.Op.[447]: as fem., A.R.1.684.
Greek (Liddell-Scott)
κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ κοῦρος (πρβλ. βασιλεύς, -λεύτερος), νεώτερος, νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445· ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684· ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. ἀγρότερος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus jeune ; ou simpl. jeune.
Étymologie: κοῦρος.
English (Autenrieth)
younger; as subst., Il. 4.316.
Greek Monolingual
κουρότερος, -έρα, -ον (Α) κούρος
1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.)
2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος.
Greek Monotonic
κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. του κοῦρος, νεότερος, περισσότερο νέος, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται κυρίως ως θετικός.
Russian (Dvoretsky)
κουρότερος: [compar. к κοῦρος (более) молодой (ἀνήρ Hes.): μετ᾽ ἀνδράσι κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρότερος -α -ον zie κοῦρος.
Middle Liddell
κουρότερος, η, ον [comp. of κοῦρος,]
younger, more youthful, Hom.; used much like a positive.