κουρσεύω

From LSJ
Revision as of 02:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρσεύω Medium diacritics: κουρσεύω Low diacritics: κουρσεύω Capitals: ΚΟΥΡΣΕΥΩ
Transliteration A: kourseúō Transliteration B: kourseuō Transliteration C: kourseyo Beta Code: kourseu/w

English (LSJ)

seize, ravage, τὴν Ἐπίδαυρον Anon.in Rh.204.34, cf. Babr.179 (paraphr.).

Greek Monolingual

(I)
κουρσεύω) κούρσος
1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ
νεοελλ.
1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω
2. καταστρέφω
νεοελλ.-μσν.
κυριεύω, εκπορθώ
μσν.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, -η, -ον
καταπονημένος, εξαντλημένος
2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα κουρσεμένα
η λεία, τα λάφυρα.
(II)
κουρσεύω (Μ) κούρσα
τρέχω.