λευκοβαφής

From LSJ
Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοβᾰφής Medium diacritics: λευκοβαφής Low diacritics: λευκοβαφής Capitals: ΛΕΥΚΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: leukobaphḗs Transliteration B: leukobaphēs Transliteration C: lefkovafis Beta Code: leukobafh/s

English (LSJ)

ές, gloss on λευκανθές, Sch.rec.S.OT742.

German (Pape)

[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.

Greek Monolingual

-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθροβαφής, πορφυροβαφής].