λοξόπορος
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
ον, moving aslant, of the Moon, Hymn.Is.30.
Greek (Liddell-Scott)
λοξόπορος: -ον, ὁ πορευόμενος λοξῶς, ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 573. 8.
Greek Monolingual
λοξόπορος, -ον (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που πορεύεται λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πόρος (πρβλ. αραιόπορος, στενόπορος)].