λογοδιδάσκαλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, teacher of eloquence, Poll.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.
Greek Monolingual
λογοδιδάσκαλος, ὁ (ΑM)
διδάσκαλος της ευγλωττίας.
Full diacritics: λογοδῐδάσκᾰλος | Medium diacritics: λογοδιδάσκαλος | Low diacritics: λογοδιδάσκαλος | Capitals: ΛΟΓΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ |
Transliteration A: logodidáskalos | Transliteration B: logodidaskalos | Transliteration C: logodidaskalos | Beta Code: logodida/skalos |
ὁ, teacher of eloquence, Poll.2.125.
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.
λογοδιδάσκαλος, ὁ (ΑM)
διδάσκαλος της ευγλωττίας.