μεγαθαμβής
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ές, greatly astounded, ib.2.488.
German (Pape)
[Seite 104] ές, hoch erstaunt, Opp. Cyn. 2, 488.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰθαμβής: -ές, λίαν ἔκθαμβος, Ὀππ. Κυν. 2. 488.
Greek Monolingual
μεγαθαμβής, -ές (Α)
έκθαμβος, κατάπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ-θαμβής].