μελάνθιον
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
τό, a herb whose seeds were used as spice, black cummin, Nigella sativa, Hp. Mul.1.74, Steril.230, LXX Is.28.27, Dsc.3.79, POxy.1088.16 (i A. D.), PMag.Par.1.919, Gp.13.4.2, al.: gen. μελανθέου PStrassb.102.8 (iii B. C.); μελανθείου (with v.l. μελανθείης) Nic. Th.43; μελανθύου PCair.Zen.292.325, cf. 20 (iii B. C.): dat. μελανθείῳ PTeb.69.25 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 119] τό, auch μελάνθιος πόα, ein Kraut, dessen Same als Gewürz gebraucht wurde, Schwarzkümmel, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνθιον: τό, καὶ μελάνθιος πόα, (ἄνθος) βοτάνη τις ἧς τὸ σπέρμα ἐχρησίμευεν ὡς ἄρωμα, nigella Sativa, Ἱππ. 619. 47, 683. 22, Διοσκ. 3. 93.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
nielle, plante.
Étymologie: μέλας, ἄνθος.