μεσημβρίζω

From LSJ
Revision as of 04:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβρίζω Medium diacritics: μεσημβρίζω Low diacritics: μεσημβρίζω Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΖΩ
Transliteration A: mesēmbrízō Transliteration B: mesēmbrizō Transliteration C: mesimvrizo Beta Code: meshmbri/zw

English (LSJ)

= μεσημβριάζω I, Str.15.1.21, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 137] = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσθλη ἠελίοιο.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρίζω: μεσημβριάζω, Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.

Greek Monolingual

μεσημβρίζω (Α)
βλ. μεσημβριάζω.

Greek Monotonic

μεσημβρίζω: = μεσημβριάζω, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεσημβρίζω, = μεσημβριάζω, Strab.]