Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Full diacritics: μηνιάζω | Medium diacritics: μηνιάζω | Low diacritics: μηνιάζω | Capitals: ΜΗΝΙΑΖΩ |
Transliteration A: mēniázō | Transliteration B: mēniazō | Transliteration C: miniazo | Beta Code: mhnia/zw |
= μηνιάω, Et.Gud.d. s.v. ἐνεκότουν.
(I)
μηνιάζω (Μ)
βλ. μηναιάζω.
(II)
μηνιάζω (Α)
μηνιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω].