μιξεριφαρνογενής
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
ές, of kid and lamb mixed together, χορδά Philox.2.34.
Greek (Liddell-Scott)
μιξερῐφαρνογενής: -ές, ὁ ἀναμὶξ ἔριφος καὶ ἀρνίον, Φιλόξ. 2. 34.
Greek Monolingual
μιξεριφαρνογενής, -ές (Α)
αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγννμι /μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + -γενής (< γένος)].