μητρομανία

From LSJ
Revision as of 04:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρομᾰνία Medium diacritics: μητρομανία Low diacritics: μητρομανία Capitals: ΜΗΤΡΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: mētromanía Transliteration B: mētromania Transliteration C: mitromania Beta Code: mhtromani/a

English (LSJ)

ἡ, hysteria, Cass.Fel.79.

Greek (Liddell-Scott)

μητρομανία: ἡ, μέγας ἐρεθισμὸς τῆς μήτρας μετ’ ἐφέσεως πρὸς συνουσίαν, Φιλοστορ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 7.

Greek Monolingual

η (Α μητρομανία)
παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικομανία.