μητρομανία
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ἡ, hysteria, Cass.Fel.79.
Greek (Liddell-Scott)
μητρομανία: ἡ, μέγας ἐρεθισμὸς τῆς μήτρας μετ’ ἐφέσεως πρὸς συνουσίαν, Φιλοστορ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 7.
Greek Monolingual
η (Α μητρομανία)
παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικομανία.