μονοσύστατος

From LSJ
Revision as of 04:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσύστᾰτος Medium diacritics: μονοσύστατος Low diacritics: μονοσύστατος Capitals: ΜΟΝΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: monosýstatos Transliteration B: monosystatos Transliteration C: monosystatos Beta Code: monosu/statos

English (LSJ)

ον, of an art, existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.

Greek Monolingual

μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ-σύστατος].