μυωνιά
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
ἡ, (μῦς I) prob. = μυωξία, as a term of reproach for a lewd woman, Epicr.9.4.
Greek Monolingual
μυωνιά, ἡ (Α)
1. ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα
2. (υβριστικά) κοινή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυών, γεν. πληθ. του μῦς «ποντικός» + κατάλ. -ιά (πρβλ. ἰων-ιά < ἴον)].