νεοστράτευτος

From LSJ
Revision as of 05:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοστράτευτος Medium diacritics: νεοστράτευτος Low diacritics: νεοστράτευτος Capitals: ΝΕΟΣΤΡΑΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: neostráteutos Transliteration B: neostrateutos Transliteration C: neostrateftos Beta Code: neostra/teutos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, recruit, App.BC2.74.

German (Pape)

[Seite 245] neu im Kriegsdienst, den ersten Feldzug machend, tiro, App. B. C.

Greek (Liddell-Scott)

νεοστράτευτος: -ον, νεοσύλλεκτος στρατιώτης, ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεόλεκτος.

Greek Monolingual

νεοστράτευτος, -ον (Α)
αυτός που για πρώτη φορά πήρε μέρος σε εκστρατεία («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», Αππ.).