νεόρραντος

From LSJ
Revision as of 05:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόρραντος Medium diacritics: νεόρραντος Low diacritics: νεόρραντος Capitals: ΝΕΟΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: neórrantos Transliteration B: neorrantos Transliteration C: neorrantos Beta Code: neo/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω) newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.

Greek (Liddell-Scott)

νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.

Greek Monolingual

νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].

Greek Monotonic

νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεόρραντος: недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью (ξίφος Soph.).

Middle Liddell

νεόρ-ραντος, ον ῥαίνω
fresh-reeking, Soph.