νηπίαχος

From LSJ
Revision as of 05:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐᾰχος Medium diacritics: νηπίαχος Low diacritics: νηπίαχος Capitals: ΝΗΠΙΑΧΟΣ
Transliteration A: nēpíachos Transliteration B: nēpiachos Transliteration C: nipiachos Beta Code: nhpi/axos

English (LSJ)

ον, Ep. Dim. of νήπιος, childish, infantine, Il.2.338, 6.408, 16.262, Lyr.Alex.Adesp.36.13 (Mesom.(?)); Ἔρως Bion Fr.7.2; νηπίαχα φρονέων Opp.H.5.403; of animals, Id.C. 1.444, al.: as substantive νηπίαχος, ὁ, child, IG12(7).445 (Amorgos), Opp. C.3.211.

Greek (Liddell-Scott)

νηπίᾰχος: -ον, Ἐπικ. ὑποκορ. τοῦ νήπιος (πρβλ. νηπύτιος), νηπιώδης, Ἰλ. Β. 338, Ζ. 408, Π. 262, Βίων 3. 2, κτλ.· - περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ὀρτάλιχος, βόστρυχος, κτλ., Κουρτ. Gr. Et. σ. 655.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
tout jeune enfant.
Étymologie: νήπιος.

English (Autenrieth)

νήπιος. (Il.)

Greek Monolingual

νηπίαχος, -ον (Α)
1. νηπιώδης
2. το αρσ. ως ουσ.νηπίαχος
το νήπιο
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος + κατάλ. -αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα, ουραχός: ούρον)].

Greek Monotonic

νηπίᾰχος: -ον, Επικ. υποκορ. του νήπιος, βρεφικός, παιδικός, νηπιώδης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νηπίαχος: [эп. demin. к νήπιος малолетний, неразумный (παῖς Hom.).

Middle Liddell

νηπίᾰχος, ον,
epic Dim. of νήπιος, infantine, childish, Il.