νυκτοφυλακία
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ, night-watch, PCair.Zen.329.6(iii B. C.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοφῠλᾰκία: ἡ, ἡ φυλακὴ τῆς νυκτός, τὸ φυλάττειν διὰ νυκτός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νυκτοφυλακία, ἡ (Α) νυκτοφύλαξ
η νυκτοφυλακή, η νυχτερινή φρουρά.