νυκτοπεριπλάνητος

From LSJ
Revision as of 05:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Medium diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Low diacritics: νυκτοπεριπλάνητος Capitals: ΝΥΚΤΟΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktoperiplánētos Transliteration B: nyktoperiplanētos Transliteration C: nyktoperiplanitos Beta Code: nuktoperipla/nhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτοπλανής.

Greek Monolingual

νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].

Greek Monotonic

νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοπεριπλάνητος: (ᾰ) шатающийся по ночам Arph.

Middle Liddell

νυκτο-περι-πλάνητος, ον, [πλανάομαι]
roaming about by night, Ar.

English (Woodhouse)

wandering by night

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)