νυμφώδης
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ες, of marriageable age, Sammelb.6178.4(dub.).
Greek Monolingual
νυμφώδης, -ῶδες (Α) νύμφη
αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου.