ἐγκαταφύω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
gloss on ἠγκυροβόληται, Gal.19.102.
Spanish (DGE)
adherirse, fijarse ἠγκυροβόληται· ἐγκαταπέφυκεν ἀγκύρᾳ ὁμοίως Gal.19.102, en v. med. mismo sent., c. dat. οὗτος ὁ τένων ... ἐγκαταφυόμενος αὐτῷ τῷ ... μέρει προσθίῳ Gal.2.303
•fig. arraigar (πίστις) ταῖς ... ψυχαῖς Cyr.Al.M.73.329D.