ἐμβολάδην
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
(ἐμβάλλω) fitting in, ἐ. ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι prob. in h.Merc.411 (ἀμβ- cod. Leid.).
Spanish (DGE)
adv. en forma de plantones o renuevos ταὶ ... δ' ὑπὸ ποσσὶ κατὰ χθονὸς ... φύοντο ... ἐμβολάδην y estas (las ligaduras de sauzgatillo) arraigaban en tierra bajo sus pies como renuevos, h.Merc.411.