ἐναιθέριος
From LSJ
English (LSJ)
ον, in upper air, M.Ant.12.24; θεοί Poll.1.23.
German (Pape)
[Seite 825] im Aether, M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιθέριος: -ον, ἐν τῷ αἰθέρι ὤν, ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων Μ. Ἀντων. 12. 24, Πολυδ. Α΄, 23· πρβλ. αἰθέριος.
Spanish (DGE)
-ον
de lo alto, del cielo, celeste τροχάλεια Arat.532, θεοί Poll.1.23, ἦχοι Aristid.Quint.123.23, δυνάμεις op. ἐναέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, σχῆμα PMag.4.1139
•subst. τὰ ἐναιθέρια los seres celestes M.Ant.12.24.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναιθέριος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στον αιθέρα, ο αιθέριος, ο ουράνιος («ἐναιθέριοι θεοί», Πολυδ.).