ἐξοδιαστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, spendthrift, Anon.in Rh.119.6.
Greek Monolingual
και ξοδιαστής, ο (Μ ἐξοδιαστής) εξοδιάζω
αυτός που ξοδεύει αλόγιστα, άσωτος
μσν.
οικονομικός αξιωματούχος.
Full diacritics: ἐξοδιαστής | Medium diacritics: ἐξοδιαστής | Low diacritics: εξοδιαστής | Capitals: ΕΞΟΔΙΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: exodiastḗs | Transliteration B: exodiastēs | Transliteration C: eksodiastis | Beta Code: e)codiasth/s |
οῦ, ὁ, spendthrift, Anon.in Rh.119.6.
και ξοδιαστής, ο (Μ ἐξοδιαστής) εξοδιάζω
αυτός που ξοδεύει αλόγιστα, άσωτος
μσν.
οικονομικός αξιωματούχος.