ἐπίθυμα
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ατος, τό, that which is burnt in magic, PMag.Par.1.1308, al.; sacrificial victim, Hsch.s.v. ἱεράθετα.
German (Pape)
[Seite 943] τό, das Geopferte, Opferthier, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθυμα: τό, ἱερεῖον, σφάγιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱεράθετα.
Spanish
ofrenda, sahumerio, sustancia aromática para quemar, ofrenda que se quema
Greek Monolingual
ἐπίθυμα, τὸ (Α)
1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο
2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»].