ἐπικρῆσαι
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
v. ἐπικεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
see ἐπικίρνημι.
Greek Monotonic
ἐπικρῆσαι: Επικ. αντί -κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπικεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρῆσαι: эп. inf. aor. к ἐπικεράννυμι.