ἐπιφέρνια
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
τά, dowry, Sch.Il.9.147, Eust.1417.14.
German (Pape)
[Seite 999] τά, was zur Mitgift kommt, Schol. Il. 9, 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφέρνια: τά, προίξ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 147.
Greek Monolingual
ἐπιφέρνια, τὰ (Μ)
όσα δίνονται από τη νύφη παραπάνω από την προίκα, τα πανωπροίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φερνή «προίκα» (< φέρω, με παρέκταση -ν-)].