ἀγαθείκελος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
ον, like the good, Hdn.Epim.187.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθείκελος: ὅμοιος ἀγαθῷ, Ἡρωδ. Ἐπιμ. ἐν λέξ. εἴκελος, σ. 186 ἐκδ. Λονδίνου 1819.
Spanish (DGE)
-ον parecido al bien Hdn.Epim.187.